περισσωσις

περισσωσις
    περίσσωσις
    атт. περίττωσις -εως ἥ Arst., Plut. = περίσσωμα См. περισσωμα 1

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "περισσωσις" в других словарях:

  • περίσσωσις — και αττ. περίττωσις, ώσεως, ἡ, Α [περισσώ] 1. περίσσεια, περίσσευμα, πλεονασμός, αφθονία 2. το περίττωμα …   Dictionary of Greek

  • περίττωσις — περίσσωσις , περίσσωσις superfluity fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περισσώσιος — περίσσωσις superfluity fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττώσει — περισσώσει , περίσσωσις superfluity fem nom/voc/acc dual (attic epic) περισσώσεϊ , περίσσωσις superfluity fem dat sg (epic) περισσώσει , περίσσωσις superfluity fem dat sg (attic ionic) περισσώσει , περισώζω save alive aor subj act 3rd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττώσεις — περισσώσεις , περίσσωσις superfluity fem nom/voc pl (attic epic) περισσώσεις , περίσσωσις superfluity fem nom/acc pl (attic) περισσώσεις , περισώζω save alive aor subj act 2nd sg (epic) περισσώσεις , περισώζω save alive fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττώσεων — περισσώσεω̆ν , περίσσωσις superfluity fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιττώσεως — περισσώσεω̆ς , περίσσωσις superfluity fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίττωσιν — περίσσωσιν , περίσσωσις superfluity fem acc sg περίσσωσιν , περιίζομαι sit round about aor subj act 3rd pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»